προορώ

προορώ
προορῶ, -άω, ΝΜΑ [ὁρῶ]
νεοελλ.
(μόνον στον αόρ.) προείδα
είδα εκ τών προτέρων, έχω προβλέψει
μσν.-αρχ.
1. βλέπω μπροστά, διακρίνω σε απόσταση μπροστά μου («οἱ μὲν διὰ τὴν δυσχωρίαν ἔπιπτον, οἱ δὲ καὶ διὰ τὸ μὴ προορᾱν τὰ ἔμπροσθεν», Ξεν.)
2. βλέπω μακριά στο μέλλον, προβλέπω, προμαντεύω («ἀλλὰ τῶν πραγμάτων προορᾱτε μηδέν», Ξεν.)
3. προνοώ, φροντίζω για κάποιον ή για κάτι («ἐκείνων προορέων ὅκης ἔχωσι...», Ηροδ.)
αρχ.
1. (το απρμφ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ προορᾱν
η πρόβλεψη
2. μέσ. προορῶμαι
α) προβλέπω («μὴ προορωμένους τὸν πόλεμον», Δημοσθ.)
β) προνοώ, φροντίζω («καὶ πάνθ' ἃ προσήκει προορώμενοι», Δημοσθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προορῶ — προοράω see before one pres imperat mp 2nd sg προοράω see before one pres subj act 1st sg (attic epic ionic) προοράω see before one pres ind act 1st sg (attic epic ionic) προοράω see before one pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προοπτάνω — Μ προορῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + ὀπτάνομαι «είμαι ορατός»] …   Dictionary of Greek

  • προορατής — ὁ, Α [προορῶ] αυτός που παρατηρεί κρυμμένος, που παραμονεύει …   Dictionary of Greek

  • προορατικός — ή, ό / προορατικός, ή, όν, ΝΜΑ [προορῶ] αυτός που έχει την ικανότητα να προβλέπει, ο προνοητικός μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ προορατικόν η ικανότητα πρόβλεψης αρχ. φρ. «τὸ προορατικὸν μέρος τῆς τέχνης» η προφητική ικανότητα στην αστρολογία.… …   Dictionary of Greek

  • προορατός — ή, όν, Α [προορῶ] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να προβλέψει …   Dictionary of Greek

  • προοττεύομαι — Μ προορώ, προμαντεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀττεύομαι «προαισθάνομαι, προμαντεύω»] …   Dictionary of Greek

  • προόρασις — άσεως, ἡ Α [προορῶ] πρόβλεψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”